καταβάτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who dismounts and fights on foot, Pl.Criti.119b.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, ein Wagenkämpfer, der auch absteigt u. zu Fuße kämpft, Plat. Critia. 119 b; Hesych. erkl. ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης. S. auch καταιβάτης.
Greek (Liddell-Scott)
καταβάτης: βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος πεζῇ, Πλάτ. Κριτίας 119Β.
Greek Monolingual
καταβάτης, ὁ (Α) καταβαίνω
1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.)
2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).
Russian (Dvoretsky)
καταβάτης: ου о катабат (боец, передвигающийся на колеснице, но иногда участвующий и в пешем бою) Plut.