μεταναπείθω
From LSJ
English (LSJ)
A change by persuasion, in Pass., Hsch. s.v. [[metanegnw/<s>qh]].
German (Pape)
[Seite 150] = μεταπείθω, Hesych. hat μετανεπείσθη als Erkl. von μετεγνώσθη.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναπείθω: πείθω τινὰ νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μετανεγνώσθη.
Greek Monolingual
μεταναπείθω (Α) αναπείθώ
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω.