νευρόθλαστος
English (LSJ)
ον,
A bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόθλαστος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νεῦρα τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ νεῦρα, καθάπερ ἐκεῖνος ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.
Greek Monolingual
νευρόθλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλαστος].