ἐμπερινοέω
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A include in the thought of, συνάψαι φάσμα τούτοις ἐμπερινενοημένον Epicur.Nat.11.9.
German (Pape)
[Seite 812] darin von allen Seiten überlegen, Epicur. Sg. Hercul. p. 20, 5, Or.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερινοέω: περιλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, περινοῶ ἐν τῇ διανοίᾳ, Ἐπίκουρ. Ἀποσπ. σ. 20 Orelli.
Spanish (DGE)
idear, inventar en v. pas. φάσμα ... ἐνπερινενοημένον Epicur.Fr.[26.41] 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερινοέω: охватывать мыслью Epicur.