σποδιακός

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A made from σπόδιον, Orib.Syn.3.129, Aët.7.23, Paul.Aeg.3.22.6, 7.16.17.

German (Pape)

[Seite 923] aus Metallasche, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σποδιακός: ή,όν, ὁ ἐκ σποδίου, ἐκ σκωρίας πεποιημένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σπόδιον
αυτός που προέρχεται από σκουριά.