παρασπάω

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπάω Medium diacritics: παρασπάω Low diacritics: παρασπάω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΑΩ
Transliteration A: paraspáō Transliteration B: paraspaō Transliteration C: paraspao Beta Code: paraspa/w

English (LSJ)

fut. -άσω [σπᾰ] S. OC1185 :—

   A draw forcibly aside, wrest aside, Id.El.732 ; τὸ παρασπώμενον, = παρασπάς, Thphr.HP2.1.3 : metaph., τινὰ πρὸς βίαν π. γνώμης S.OCl.c. ; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i.e. ὥστε εἶναι ἀδίκους (cf. ἀδάκρυτος) Id.Ant.792 (lyr.) ; κρίσιν Phld.Rh.1.174 S. :—Med., παρασπᾶσθαί τινά τινος detach him from another's side to one's own, X.HG 4.8.33, cf. D.1.3 ; π. λόγου detract from an argument, Pl.Sph.241c ; μαντικῆς ἴχνος παρεσπάσατο Iamb.Myst.3.27 :—Pass., παρεσπασμένος pulled away, of a circle viewed obliquely, Euc.Opt.36.    II cull for oneself, Iamb.VP1.1.

German (Pape)

[Seite 499] (σπάω), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων πόλεων παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], σύρω μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ μέρος, ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = παρασπάς, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, ὥστε εἶναι ἀδίκους (πρβλ. ἀδάκρυτος), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tirer de côté, acc. ; fig. entraîner;
2 détacher en tirant de côté fig. : τινα γνώμης SOPH détourner qqn d’une résolution;
Moy. παρασπάομαι-ῶμαι détacher en tirant à soi fig. : τινά τινος détacher une personne d’une autre en l’attirant à soi ; τί τινος arracher une chose d’une autre en la tirant à soi.
Étymologie: παρά, σπάω.

Greek Monotonic

παρασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], σύρω με ορμή στα πλάγια, αποσπώ πλαγίως, σε Σοφ.· μεταφ., παρασπᾶν τινα γνώμης, στον ίδ.· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, δηλ. ὥστε εἶναι ἀδίκους, στον ίδ. — Μέσ., παρασπᾶσθαί τινά τινος, αποσπώ κάποιον από το μέρος κάποιου άλλου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρασπάω:
1) тянуть в сторону, оттягивать: ἔξω π. Soph. затягивать (возжи); π. τινα γνώμης Soph. отклонять кого-л. от его мнения, т. е. переубеждать кого-л.;
2) склонять к отпадению, отторгать (τῶν πόλεών τινας τοῦ Φαρναβάζου Xen.); med. отторгать в свою пользу, захватывать (τι τῶν ὅλων πραγμάτων Dem.; τόπους τινάς Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σπάω in een andere richting trekken act. opzij trekken, met acc.; ook abs..; ἡνιοστρόφος... ἔξω παρασπᾷ de wagenmenner maakt een zwenking naar buiten Soph. El. 732; overdr..; δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς jij dwingt de geest van rechtvaardigen uit de koers, zodat ze onrechtvaardig worden Soph. Ant. 792; met acc. en gen..; οὐ... σε... παρασπάσει γνώμης (de woorden) zullen je niet van je zienswijze afbrengen Soph. OC 1185; ook med. ( indir. refl. ); δέος... μὴ... παρασπάσηταί τι de vrees dat hij op slinkse wijze iets van het grootste belang naar zich toe zal trekken Dem. 1.3; met acc. en gen.. πόλεων παρεσπᾶτό τινας... τοῦ Φαρναβάζου hij dwong een aantal van de steden van Pharnabazus af te vallen en naar hem over te\n lopen Xen. Hell. 4.8.33. dir. refl. med., met gen. zich lostrekken van; overdr.. ἐάν... παρασπασώμεθα οὕτως ἰσχυροῦ λόγου als wij ons met geweld onttrekken aan zo’n krachtig argument Plat. Sph. 241c.

Middle Liddell

fut. άσω
to draw forcibly aside, wrest aside, Soph.: metaph., παρασπᾶν τινα γνώμης Soph.; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i. e. ὥστε εἶναι ἀδίκους, Soph.: —Mid., παρασπᾶσθαί τινά τινος to detach him from another's side, Xen.