ιδος, ἡ,
A with warlike aegis, Ἀθάνα B.16.7.
-αιγίδος, ἡ, Ααυτή που έχει πολεμική ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + αἰγίς, -ίδος «ασπίδα»].