πορνοτελώνης
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ου, ὁ, at Athens,
A farmer of the πορνικὸν τέλος, Philonid.5: nickname for tax-gatherers, Poll.9.29.
German (Pape)
[Seite 684] ὁ, in Athen derjenige, der vom Rathe die Hurensteuer, πορνικὸν τέλος, gepachtet hatte, Philonids. com. Poll. 9, 29; Böckh's Staatshaush. I p. 357.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοτελώνης: -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ τελώνης τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν τέλος, Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ τελώνης τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν τέλος ὄνομα τῶν εἰσπραττόντων φόρους, Πολυδ. Θ΄, 29.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Αθήνα)
1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος
2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης.