ἐπαφή
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ἡ, (ἐπαφάω)
A touch, touching, handling, A.Supp.17, Pl. Ti. 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.Puls.114, al.; ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας] Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d. 2 severe handling, punishment, ἐ. καὶ νουθεσία ib.46d; esp. of Pythagorean treatment, Iamb.VP15.64 (pl.), 25.114. 3 touch, contact, ἡδεῖα ἐ. IGRom.4.503.11 (Pergam.). b metaph., of apprehension, Epicur.Fr.250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. Comm.Math.8; τοῦ μέλλοντος Id.Myst.3.26. 4 Geom., point of contact, Euc. Phaen. p.68 M., Procl. Hyp.2.7; περὶ ἐπαφῶν, on the theory of tangents, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al. II the sense of touch, Pl.Tht.186b. III in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. PLips.4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. POxy.94.11 (i A.D.), etc., prob. external claim, cf. PStrassb.79.7 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, die Berührung; Aesch. Suppl. 17; ἐπαφήν τινα παρέχειν Plat. Soph. 246 a; τοῦ σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, durch das Gefühl, Theaet. 186 b; Sp.; μωσικά, das Greifen in die Saiten der Lyra, Stob. fl. 103, 27; Plut. vrbdt es mit νουθεσία, Angriff, Tadel, de audit. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰφή: ἡ, (ἐπαφάω) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, τιμωρία, Πλουτ. 2. 46D, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; fig. atteinte, blâme, châtiment.
Étymologie: ἐπί, ἁφή.
Greek Monolingual
η (AM ἐπαφή)
αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)
νεοελλ.
1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους του περιοδικού»)
2. σχέση, συνάφεια («δεν έχω επαφή μαζί του»)
3. γεωλ. η επιφάνεια σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών
4. (ηλεκτρ.) α) σημείο ή περιοχή κατά την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται έτσι ώστε να αποκαθίσταται μεταξύ τους ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση
β) το σύστημα δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση, καθώς και η λειτουργία που αποκαθιστά τη σύνδεση αυτή
5. μαθ. επαφή σε ένα σημείο έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία καμπύλη και μία επιφάνεια, όταν στο σημείο αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία περίπτωση, η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας
6. στρ. η προσέγγιση προς τον εχθρό ο οποίος κινείται ή σταθμεύει
7. (ψυχολ.) γενικά, η αμοιβαία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων
αρχ.
1. τρόπος ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων
2. η αίσθηση της αφής
3. αντίληψη, νόηση («ἡ τοῡ ἀγαθοῡ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφή», Επίκ.)
4. αυστηρή μεταχείριση, τιμωρία («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφή (< άπτομαι «εγγίζω»)].
Greek Monotonic
ἐπᾰφή: ἡ, αφή, άγγιγμα, διαχείριση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰφή: ῆς ἡ
1) прикосновение, касание (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.): ἐξ ἐπαφῆς Aesch. (простым) прикосновением; ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.;
2) осязание (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.);
3) подавление, укрощение (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.);
4) порицание (ἐ. καὶ νουθεσία Plut.).