ἰθυφάνεια
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A direct incidence of light, κατ' ἰθυφάνειαν Damian.Opt.12:—Adj. ἰθυ-φᾰνής, ές, in phrase κατ' ἰθυφανές,= κατ' ἰθυφάνειαν, ibid.
German (Pape)
[Seite 1246] ἡ, das Gradhineinscheinen des Lichtes, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠφάνεια: ἡ, ἡ κατ’ εὐθεῖαν πρόσπτωσις ἢ λάμψις τοῦ φωτός, Ἡλιοδ. Ὀπτ.
Greek Monolingual
ἰθυφάνεια, ἡ (Α) ιθυφανής
η κατευθείαν λάμψη του ηλίου.