στερρόγυιος

From LSJ
Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόγυιος Medium diacritics: στερρόγυιος Low diacritics: στερρόγυιος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: sterrógyios Transliteration B: sterroguios Transliteration C: sterrogyios Beta Code: sterro/guios

English (LSJ)

ον,

   A with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].

Greek Monotonic

στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

στερρό-γυιος, ον, γυῖον
with strong limbs, Anth.