συγγραφοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφοφύλαξ Medium diacritics: συγγραφοφύλαξ Low diacritics: συγγραφοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngraphophýlax Transliteration B: syngraphophylax Transliteration C: syggrafofylaks Beta Code: suggrafofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A keeper of bonds or contracts, PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.7 (iii B.C.), OGI120 (Naukratis, ii B.C.), etc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].