συνδιακομίζω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιακομίζω Medium diacritics: συνδιακομίζω Low diacritics: συνδιακομίζω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: syndiakomízō Transliteration B: syndiakomizō Transliteration C: syndiakomizo Beta Code: sundiakomi/zw

English (LSJ)

fut. -κομιῶ,

   A assist in bringing over, πλοῖον PHib. 1.54.31 (iii B.C.):—Pass., cross over together, Plb.3.43.4, Plu.Brut. 37.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich hindurch-, hinüberbringen, pass. hinüberfahren, z. B. über einen Fluß, Pol. 3, 43, 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακομίζω: διακομίζω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι ὁμοῦ. ― Παθητ., διαβαίνω ὁμοῦ, Πολύβ. 3. 43, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 37.

French (Bailly abrégé)

transporter avec.
Étymologie: σύν, διακομίζω.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διακομίζω, alleen pass. helemaal mee oversteken.