ἐξαιτέω
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
A demand or ask for from another, c. dupl. acc., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν S.OC586, cf. E.Or.1657, Supp.120; ἐ. τινὰ πατρός ask her in marriage from... S.Tr.10; ἐ. τινά demand the surrender of a person, esp. a criminal, Hdt.1.74, cf. D.18.41 (Pass.), IG22.457b17 (iv B. C.); demand a slave for torture, Antipho6.27, Lys.7.36; τὸν ἐλεύθερον ἐ. D.29.14 (also ἐ. τὴν βάσανον ib.13); ἐ. [τινὰ] βασανίζειν Id.37.51; σμικρὸν ἐ. ask or beg for little, S.OC5; ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Id.OT1255, E.Rh.175. II Med., ask for oneself, demand, Act., Hdt. 1.159,9.87, S.El.656, etc.; χάριν παρά τινος I.ys.20.31; τινά Ev.Luc. 22.31; πέμψον τὸν δαίμονα ὃν ἐξῃτησάμην for whose aid I prayed, PMag.Par.1.434, cf. 1290. 2 in Med. also, = παραιτοῦμαι, beg off, gain his pardon or release, A.Ag.662, X.An.1.1.3, Lys.20.15 (Pass.), Plu.Per.32, etc.; αὑτὸν ἐξαιτήσεται D.21.99; also ἐ. ὑπέρ τινος make intercession for .., E.Ba.360: c. inf., τοὺς κάτω . . ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι I begged of them to allow me to obtain, Id.Hec. 49, cf. Med.971. 3 c. acc. rei, avert by begging, τὰ πρόσθεν σφάλματα Id.Andr.54; τὰς γραφὰς παρανόμων Aeschin.3.196.
German (Pape)
[Seite 865] 1) heraus-, zurück-, abfordern; ὅς μ' ἐξῄτει πατρός, der mich vom Vater zur Frau verlangte, Soph. Tr. 10; vom Bettler, O. C. 5; mit acc. c. inf., ἡμᾶς ἔγχος πορεῖν Soph. O. R. 1235; vgl. Eur. Rhes. 175; die Auslieferung verlangen, τοὺς θανόντας ἦλθον ἐξαιτῶν πόλιν Suppl. 120; ἐξῄτει τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Plat. Menex. 245 b; οὐκ ἐδίδου τοὺς Σκύθας ἐξαιτέοντι, deren Auslieferung er verlangte, Her. 1, 74; Xen. An. 6, 4, 11; von Sklaven, die man zur Folter reklamirt, τὰς θεραπαίνας τινά Dem. 46, 21, wie ἐξῄτησεν ἄν με τὸν παῖδα 29, 17; vgl. Antiph. 6, 27. – 2) Med., für sich fordern, verlangen; Soph. El. 646; τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν O. C. 592, du verlangst von mir die Gunst; ἤ τοί τις ἐξέκλεψεν ἢ 'ξῃτήσατο θεός τις, ein Gott hat durch Bitten uns erhalten, gerettet, Aesch. Ag. 648; τοὺς κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, ich habe es von ihnen durch Bitten erlangt, Eur. Hec. 49, vgl. Med. 971; πρόσχημά τινα Her. 9, 87; die Auslieferung verlangen, Lys. 2, 12; ἐκ τῶν πόλεων ἐξῃτοῦντο ὑμᾶς 12, 96; die Begnadigung erbitten, Xen. An. 1, 1, 3; αὑτὸν ἐξαιτήσεται Dem. 21, 99; οἳ ἐξαιτοῦνται τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων Aesch. 3, 196, durch Bitten abwenden; Plut. Pericl. 32 ἐξῃτήσατο τὴν Ἀσπασίαν δεηθεὶς τῶν δικαστῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιτέω: μέλλ. -ήσω, αἰτῶ παρά τινος, μετὰ διπλῆς αἰτ., τήνδε μ’ ἐξαιτεῖ χάριν Σοφ. Ο. Κ. 586, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1656, Ἱκ. 120· μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὅς μ’ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, μ’ ἐζήτει ἐκ τοῦ πατρός μου, δηλ. εἰς γάμον, Σοφ. Τρ. 10· ἐξ. τινα, ἀπαιτεῖν τὴν παράδοσίν τινος, ἰδίως κακούργου, Ἡρόδ. 1. 74, πρβλ. Δημ. 239 ἐν τέλει· ἐπὶ δούλου πρὸς βασανισμόν, Ἀντιφῶν 144. 28, Λυσ. 111. 24· τὸν ἐλεύθερον ἐξ. Δημ. 848. 24· (ὡσαύτως, ἐξ. τὴν βάσανον αὐτόθι 21)· ἐξ. τινα βασανίζειν ὁ αὐτ. 981. 17· σμικρὸν ἐξαιτοῦντα, αἰτοῦντα μικρόν τι, Σοφ. Ο. Κ. 5· ἐξ. τινα ποιεῖν τι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1255, Εὐρ. Ρῆσ. 175. ΙΙ. Μέσ., ἐξαιτοῦμαι, αἰτῶ δι’ ἐμαυτόν, παραπλήσιον τῷ ἐνεργ., Ἡρόδ. 1. 159., 9. 87. Σοφ. Ἠλ. 656, κτλ.· χάριν παρά τινος Λυσ. 160. 40. 2) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως = παραιτοῦμαι, σῴζω διὰ παρακλήσεων, ἀπαλλάσσω τινά τινος, Λατ. exorare, ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ ’ξῃτήσατο Αἰσχύλ. Ἀγ. 662 (ἔνθα ὁ Schütz ’ξηγήσατο, ὁ δὲ Ἕρμαννος ’ξῃρήσατο)· ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 1. 1, 3, Λυσ. 159. 11, κτλ.· αὑτὸν ἐξαιτήσεται Δημ. 546. 21· ὡσαύτως, ἐξ. ὑπέρ τινος, μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Εὐρ. Βάκχ. 360· μετ’ ἀπαρ., τοὺς κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι, «τοὺς γὰρ ἐν τῷ ᾅδῃ δυναμένους, Πλούτωνα καὶ Περσεφόνην, ἱκέτευσα ἐπιτυχεῖν ἐνταφιασμοῦ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. Ἑκ. 49, πρβλ. Μήδ. 971: μετ’ αἰτ. πράγμ., παραιτοῦμαι συγγνώμην ἔχειν, Λατ. deprecari, τὰ πρόσθεν σφάλματα ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 54· ἀποτρέπω τι διὰ παρακλήσεων, τὰς γραφὰς παρανόμων Αἰσχίν. 82. 8. - Πρβλ. ἐκλιπαρέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
demander, réclamer : τινά τι, τι παρά τινος qch à qqn ; τινα πατρός SOPH demander une fille en mariage à son père ; d’ord. réclamer un coupable ou un esclave pour le mettre à la torture;
Moy. ἐξαιτέομαι-οῦμαι;
1 réclamer pour soi, revendiquer : τί τινα une faveur de qqn;
2 chercher à obtenir par des prières (une grâce, un pardon) acc. ; τοὺς κάτω τύμβου κυρῆσαι EUR solliciter la faveur que les morts obtiennent un tombeau;
3 détourner par des prières : γραφάς ESCHN des poursuites.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.
Spanish (DGE)
I c. ac. de pers.
1 pedir, requerir, reclamar la entrega de personas retenidas o protegidas τοὺς Σκύθας ἐξαιτέοντι Κυαξάρῃ Hdt.1.74, θεράποντας ἐξαιτοῦσι μὴ ἤθελον ἐκδιδόναι Antipho 6.27, cf. E.Heracl.20, Paus.3.5.6, Νικομάχου ἐξαιτοῦντος τοὺς ἀνθρώπους Lys.7.36, cf. Isoc.17.12, IG 22.457b.17 (IV a.C.), τὸν ἐλεύθερον ἐξαιτῶν D.29.14, τὸν αἴτιον ἐξαιτεῖν D.S.8.7, c. παρά y gen. (αὐτὸν) ἐξαιτεῖν παρ' Ἀργείων Isoc.16.9, cf. 17.5, ἐξαιτεῖν παρὰ Καρχηδονίων Ἀννίβαν App.Hisp.13, cf. Lib.Ep.1411.5, en v. pas. ἐξῃτούμην ὑπὸ τοῦ ταῦτα πράξαντος D.18.41, cf. Plb.30.8.6
•c. ac. e inf. requerir, reclamar οὐ ... τὸν Οἰλέως παῖδά μ' ἐξαιτεῖς λαβεῖν; E.Rh.175, (τὸν δοῦλον) βασανίζειν ἐξῄτει reclamaba (al esclavo) para torturarlo D.37.51
•en v. med. mismo sent. οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται Hdt.1.159, cf. 9.87, Eu.Luc.22.31
•fig. demandar, exigir εὔνοιαν ... τὴν πρὸς γονεῖς, ἣν αὐτοκέλευστον ἡ φύσις ἐξαιτεῖ el amor hacia los padres que la naturaleza demanda como un sentimiento espontáneo Ph.5.145.
2 pedir en matrimonio c. ac. de mujer y gen. ὅς μ' ... ἐξῄτει πατρός S.Tr.10.
II c. ac. de cosa o abstr. pedir, solicitar, rogar σμικρὸν ... ἐξαιτῶν S.OC 5, ἐξαιτεῖ τε λύτρωσιν καὶ κακῶν ἐλευθερίαν Eus.M.23.368A, c. ac. y or. de inf. ἡμᾶς ἔγχος ἐξαιτῶν πορεῖν S.OT 1255, cf. Ath.Al.M.27.376D, 377A, c. doble ac. de pers. y cosa τούτους θανόντας ... ἐξαιτῶν πόλιν E.Supp.120, Φοῖβον ἐξαιτεῖ ... παίδων ... κοινωνίαν E.Ph.15
•en v. med. mismo sent. τήνδε μ' ἐξαιτῇ χάριν S.OC 586, ταῦτ' ... δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα S.El.656
•demandar, exigir, reclamar justicia, c. doble ac. de abstr. y pers. δίκας ... ἐξαιτοῦντά με reclamándome la compensación E.Or.1657, c. ac. y παρά c. gen. παρ' ἡμῶν ἐξαιτήσει τὴν δικαιοσύνην reclamará justicia de nosotros Cyr.Al.M.68.1032D.
III sólo en v. med.
1 pedir para sí, reclamar c. ac. y giro prep. ἐξαιτούμενοι παρ' ὑμῶν τὴν ἀξίαν χάριν Lys.20.31, διάβολος ... ἐξαιτεῖται πρὸς τὸν τελευταῖον ἀγῶνα τῆν ... παρθένον Ath.Al.M.28.1552B
•en aor. pedir para sí y conseguirlo, recibir c. ac. y gen. Ἀθάνα ... παρθένειαν πατρὸς ἐξῃτήσατο E.Tr.980, c. ac. e inf. τοὺς ... κάτω ... ἐξῃτησάμην τύμβου κυρῆσαι rogué a los de abajo obtener una tumba E.Hec.49.
2 interceder, rogar, mediar por c. ac. de pers. ταῖς αὑτῶν λῃτουργίαις ἐξαιτεῖσθαι τοὺς κρινομένους ἀξιώσουσιν Lycurg.139, cf. Plu.Per.32, αὑτὸν ἐξαιτήσεται D.21.99, c. inf. y ὑπέρ c. gen. ἐξαιτώμεθα ... ὑπέρ τε πόλεως τὸν θεὸν μηδὲν νέον δρᾶν E.Ba.360, sólo c. inf. ἐξαιτεῖσθε μὴ φεύγειν χθόνα E.Med.971
•en aor. pedir o interceder por alguien, salvar c. ac. de pers. ἡμᾶς ... ἐξῃτήσατο θεός τις A.A.662, cf. X.An.1.1.3, πολλοὺς τῶν ἐπιτηδείων ἔσωσεν ἐξαιτησάμενος habiendo intercedido salvó a muchos de sus amigos Plu.Caes.62, τὸν δὲ Τουρπίλλιον ... σῷον ἐξαιτησάμενοι διῆκαν a Turpilio, habiendo intercedido por él, lo dejaron marchar sano y salvo Plu.Mar.8, cf. Procop.Goth.4.15.11
•en v. pas. ser salvado, obtener el perdón οἱ ... δοκοῦντες ἀδικεῖν ἐξῃτημένοι εἰσὶν ὑπὸ τῶν ... προθύμων los que parecían cometer injusticia fueron absueltos por parte de los fieles Lys.20.15.
3 pedir perdón para sí por, rogar el perdón por c. ac. de abstr. τὰ πρόσθεν σφάλματ' ἐξαιτούμενος pidiendo perdón por los errores de antes E.Andr.54, οἱ ... στρατηγοὶ ... ἐξαιτοῦνται τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων los generales intentan evitar mediante súplicas los procesos por ilegalidad Aeschin.3.196.
English (Thayer)
ἐξαίτω: 1st aorist middle ἐξητησαμην; to ask from, demand of (cf. ἐκ, VI:2). Middle to ask from (or beg) for oneself: τινα, to ask that one be given up to one from the power of another — in both senses, either for good, to beg one from another, ask for the pardon, the safety, of someone (Xenophon, an. 1,1, 3; Demosthenes, p. 546,22; Plutarch, Per. 32; Palaeph. 41,2); or in a bad sense, for torture, for punishment (Plutarch, mor., p. 417d. de defect. orac. 14; in secular authors often with this sense in the active); so of Satan asking the apostles out of the power and keeping of God to be tried by afflictions (allusion being made to Test xii. Patr., p. 729 (test. Benj. § 3) ἐάν τά πνεύματα τοῦ Βελιάρ εἰς πᾶσαν πονηρίαν θλίψεως ἐξαιτησωνται ὑμᾶς).
Greek Monotonic
ἐξαιτέω: μέλ. —ήσω ,
I. απαιτώ ή ζητώ από κάποιον, με διπλή αιτ., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν, σε Σοφ.· ἐξ. τινα πατρός, την ζητά σε γάμο από τον πατέρα, στον ίδ.· ἐξ, τινα, απαιτώ την παράδοση ενός ανθρώπου, σε Ηρόδ., Δημ.· σμικρόν ἐξ., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ.
II. 1. Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. στη Μέσ. επίσης = παραιτοῦμαι, ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή την άφεση, Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., ικετεύω ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., αποτρέπω, αποκρούω με παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαιτέω:
1) тж. med. просить, выпрашивать, испрашивать (τί τινα Soph., Eur., τι παρά τινος Lys., Isocr. и τινα ποιεῖν τι Soph., Eur.): ἐ. τινα πατρός Soph. просить у отца чьей-л. руки; ἐξαιτεῖσθαι ὑπέρ τινος Eur. просить за кого-л.; ἐξαιτεῖσθαι μὴ φεύγειν χθόνα Eur. просить не отправлять в изгнание;
2) med. просить о прощении, заступаться (τὰ πρόσθε σφάλματα ἐ. Eur.): ἡ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτὸν ἀποπέμπει πάλιν … Xen. мать просьбами о прощении добилась того, что его вновь отослали …; ἐ. τινα Plut. просить о чьем-л. освобождении; ἐ. τὰς γραφάς τινος Aeschin. просить о прекращении судебных дел против кого-л.;
3) требовать: ἐ. τινα Her., Lys., Dem. требовать выдачи кого-л.; ἐ. τινα βασανίζειν Dem. требовать выдачи кого-л. для допроса с пристрастием.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to demand or ask for from another, c. dupl. acc., τήνδε μ' ἐξαιτεῖ χάριν Soph.; ἐξ. τινα πατρός to ask her in marriage from . . , Soph.:— ἐξ. τινα to demand the surrender of a person, Hdt., Dem.;— σμικρὸν ἐξ. to beg for little, Soph.
II. Mid. to ask for oneself, demand, Hdt., Soph., etc.
2. in Mid. also, = παραιτοῦμαι, to beg off, gain his pardon or release, Lat. exorare, Aesch., Xen.; c. inf. to beg that one may obtain, Eur.:—c. acc. rei, to avert by begging, Lat. deprecari, Eur.
Chinese
原文音譯:™xaitšomai 誒克士-埃帖哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-請求
字義溯源:要求,想要,想要得著,求問;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出,從,由於)與(αἰτέω)*=問)組成。參讀 (αἰτέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 想要得著(1) 路22:31