ἀληθόμαντις

Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως ὁ, ἡ,

   A prophet of truth, A.Ag.1241, Ph.2.176.

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, Wahrheitsprophetin, Cassandra, Aesch. Ag. 1214.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ὁ προφητεύων τὴν ἀλήθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1341· πρβλ. κακόμαντις.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
prophète de vérité.
Étymologie: ἀληθής, μάντις.

Spanish (DGE)

-εως

• Prosodia: [ᾰ-]
profeta verídico A.A.1241, Ph.2.176.

Greek Monolingual

ἀληθόμαντις, ο, η (Α)
ο μάντης της αλήθειας, αυτός που προφητεύει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μάντις.

Greek Monotonic

ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ο προφήτης της αλήθειας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθόμαντις: εως ὁ и ἡ истинный прорицатель Aesch.

Middle Liddell

prophet of truth, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθόμαντις -εως, ἡ ἀληθής, μάντις profetes van waarheden; waarheidsprofetes.