ἀποικτίζομαι

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικτίζομαι Medium diacritics: ἀποικτίζομαι Low diacritics: αποικτίζομαι Capitals: ΑΠΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apoiktízomai Transliteration B: apoiktizomai Transliteration C: apoiktizomai Beta Code: a)poikti/zomai

English (LSJ)

   A complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.

German (Pape)

[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.

Spanish (DGE)

quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.

Greek Monolingual

ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.

Greek Monotonic

ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).

Middle Liddell


Dep. to complain loudly of a thing, c. acc., Hdt.