ἐπιλινευτής
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who catches with nets, prob. in AP6.93 (Antip.<Thess.>).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, der Jäger mit Stellnetzen, Antip. Sid. 13 (VI, 93), ὁὐπιλινευτής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβλέπων τὰ θηρευτικὰ λίνα, δίκτυα, ἢ ὁ δ’ αὐτῶν θηρεύων, Ἀνθ. Π. 6. 93 Ἰακώψ.
Greek Monolingual
ἐπιλινευτής, ὁ (Α)
αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο κυνηγός πουλιών με δίχτια.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῐνευτής: οῦ ὁ охотник, расставляющий тенета, зверолов Anth.