ὑφόλμιον
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τό, (ὅλμος II. I)
A mortar-stand, Ar.Fr.61. II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].
Russian (Dvoretsky)
ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.