μινυανθής

From LSJ
Revision as of 16:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνῠανθής Medium diacritics: μινυανθής Low diacritics: μινυανθής Capitals: ΜΙΝΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: minyanthḗs Transliteration B: minyanthēs Transliteration C: minyanthis Beta Code: minuanqh/s

English (LSJ)

ές,

   A blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v. l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].