σωληνοειδής

From LSJ
Revision as of 18:49, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνοειδής Medium diacritics: σωληνοειδής Low diacritics: σωληνοειδής Capitals: ΣΩΛΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sōlēnoeidḗs Transliteration B: sōlēnoeidēs Transliteration C: solinoeidis Beta Code: swlhnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A pipe-shaped, grooved, Aen.Tact.16.6, Ph.2.244, D.C.49.30. Adv. -ειδῶς like a pipe, Ruf.Oss.24; groove-wise, Sor. 1.85.

German (Pape)

[Seite 1059] ές, rinnen-, röhrenförmig, D. Cass. 49, 30.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σωλῆνος, κοῖλος, Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα σωλήνα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδές
α) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση της ίνας του πυρηνοσώματος
β) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο
2. φρ. «σωληνοειδής καρδιά»
ζωολ. τροποποίηση της απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη διεύρυνση τμήματος του ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους.
επίρρ...
σωληνοειδῶς Α
σε σχήμα που μοιάζει με σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + -ειδής].