πιλητικός

Revision as of 19:09, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for felt-making : ἡ -κή (sc. τέχνη) felter's art, Pl.Plt. 280c.    II of cold, contractive, Arist.Pr.909b18 ; π. δύναμις Gal. 11.711; τὸ π. cj. for τὸ πλατικόν in Hp.Cord.8.

German (Pape)

[Seite 615] zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, συσταλτικός, Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πιλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση
2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική
η τέχνη του πιλητή.

Russian (Dvoretsky)

πῑλητικός: сжимающий, уплотняющий (τὸ ψῦχος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική ( sc. τέχνη ) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c.