εὐεστώ

From LSJ
Revision as of 07:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεστώ Medium diacritics: εὐεστώ Low diacritics: ευεστώ Capitals: ΕΥΕΣΤΩ
Transliteration A: euestṓ Transliteration B: euestō Transliteration C: evesto Beta Code: eu)estw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ)

   A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.

Greek Monolingual

εὐεστώ, -οῡς, ἡ (Α)
1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.)
2. τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. του ουσία].

Greek Monotonic

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεστώ: οῦς ἡ εἰμί благосостояние, благополучие, процветание Aesch., Diog. L.: ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Her. в пору былого благоденствия.

Middle Liddell

ἐστώ being, from εἰμί sum]
well-being, tranquillity, prosperity, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

happiness, good fortune, good luck

⇢ Look up "εὐεστώ" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)