Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
ή, όν :
des Cimmériens de la Chersonèse Taurique.
Étymologie: Κιμμέριος.
Κιμμερικός: киммерииский (ἰσθμός Aesch.).
Κιμμερικός, ή, όν
Cimmerian, K. ἰσθμός the Crimea, Aesch.; Κιμμέριος, η, ον, Hdt.