διαστύλιον

Revision as of 17:05, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Dritter Bericht" to "''Dritter Bericht''")

English (LSJ)

[ῡ], τό, in Architecture,

   A space between the columns, Lat. intercolumnium, Bito 54.3.    2 ἀνέστησε δ. δύο perh. a monument with three pillars, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.107.

Greek (Liddell-Scott)

διαστύλιον: τό, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ μεταξὺ τῶν κιόνων διάστημα, Λατ. Intercolumnium, Βίτων π. Κατασκ. Πολ. Ὀργ. σ. 109· πρβλ. μετακιόνιον, μεσοστύλιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
intercolumnio τῶν διαστυλίων χιάσματα Bito 54.4, ἀνέστησε διαστύλια δύο levantó dos intercolumnios, e.d. tres columnas, la parte del pórtico correspondiente a tres columnas, IEphesos 3865.A (imper.), cf. διάστυλος.