κανηφορία

From LSJ
Revision as of 18:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορία Medium diacritics: κανηφορία Low diacritics: κανηφορία Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kanēphoría Transliteration B: kanēphoria Transliteration C: kaniforia Beta Code: kanhfori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.

Greek Monolingual

κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.

Greek Monotonic

κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.

Middle Liddell

κᾰνηφορία, ἡ,
the office of κανηφόρος, Plat. [from κᾰνηφόρος]