σοβάς
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of σοβαρός, of bacchanals and courtesans,
A insolent, capricious, Eup.344, cf. Ph.1.568, 2.266. II ἡ σοβάς, a kind of dance, Ath.14.629f.
German (Pape)
[Seite 912] άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σοβαρός, heftig, ungestüm im Gange, von Bacchantinnen; eitel, hoffährtig, Eupolis bei Schol. Ar. Pax 812; bei Ath. XIV, 629 f ein komischer Tanz; Hesych. erkl. ὑπερήφανοι, ἄστατοι, μαινόμεναι.
Greek (Liddell-Scott)
σοβάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ σοβαρός, ἐπὶ βακχῶν καὶ ἑταιρῶν, αὐθάδης, ἀναιδής, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 62. ΙΙ. ἡ σοβάς, εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμενοι».
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. -άς, -άδος].
(II)
και σουβάς, ὁ, Ν
(οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva].