στοιχώδης
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ες,
A in vertical rows, κριθὴ σ. barley which has its grains one directly under another, cj. in Thphr.HP8.4.2 (στοιχειώδης codd.).
German (Pape)
[Seite 946] ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριθή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς στοιχειώδης).
Greek Monolingual
-ώδες, Α στοῑχος
αυτός που είναι ταγμένος σε στοίχο, κατά σειρά («κριθή στοιχώδης» — κριθάρι που έχει τους κόκκους κατά σειρά, τον έναν κάτω από τον άλλο, Θεόφρ.).