διχαστῆρες
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ὀδόντες, οἱ,
A the incisors, Poll.2.91.
German (Pape)
[Seite 646] ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχαστῆρες: ὀδόντες, οἱ, οἱ τομεῖς ἢ κοπτῆρες, Πολυδ. Β΄, 91.