διφθερῖτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, fem.of διφθερίας, Poll.4.138.
German (Pape)
[Seite 645] ιδος, ἡ, fem. zu διφθερίας; γραῦς Poll. 4, 138.
Greek (Liddell-Scott)
διφθερῖτις: -ιδος, θηλ. τοῦ διφθερίας, γραῦς Πολυδ. Δ΄, 137.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
la que va vestida con una pelliza de cuerode una de las caracterizaciones de la sirvienta en la comedia, Poll.4.138, 140.