συμπίλησις

From LSJ
Revision as of 21:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλησις Medium diacritics: συμπίλησις Low diacritics: συμπίλησις Capitals: ΣΥΜΠΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: sympílēsis Transliteration B: sympilēsis Transliteration C: sympilisis Beta Code: sumpi/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A compression, Poll.7.171.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίλησις: ἡ, συμπίεσις, σύνθλιψις, τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
resserrement, condensation.
Étymologie: συμπιλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπίλησις: εως (πῑ) ἡ уплотнение, сгущение Arst., Plut.