χάλκεος

From LSJ
Revision as of 21:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκεος Medium diacritics: χάλκεος Low diacritics: χάλκεος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΣ
Transliteration A: chálkeos Transliteration B: chalkeos Transliteration C: chalkeos Beta Code: xa/lkeos

English (LSJ)

έα, Ion. -έη (Hom. always -είη (v. χάλκειος)), εον (also εος, εον Il.18.222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, where Zenod. χαλκέην as disyll.), Hdt. (v. infr.): rarely in Trag., A.Ch.686, S.Fr.534.3,7 (anap.), E.Ion1; Aeol., Dor. χάλκιος Epich.79, Alc.15.3, SIG 945.6 (Assos, iv B. C.), IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), also Boeot., cf. χαλκοῦς; Att. χαλκοῦς, ῆ, οῦν (IG12.313.55, etc., but

   A χαλκέων δέλτων Pl.Ax.371a codd.); Ep. also χάλκειος, v. χάλκειος: (χαλκός):—of copper or bronze, brazen, οὐδός, δόμος, τεῖχος, Il.8.15, 18.371, Od.10.4; ἄξων, κύκλα, Il.13.30, 5.723; χ. Ἀράων θάλαμοι Antim. in PMilan.17.48; χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Aeschin.3.84; ὀδός Astyd.9, Ister 30; esp. of arms and armour, ἔγχος, ξίφος, Il.3.317,335; σάκος 7.220; θώρηξ, χιτών, 13.398,440; ἔντεα 18.131, etc.; χαλκέοις ὅπλοις E.Ph.1359; also λέβητος χαλκέου A.Ch.686, cf. E.Cyc.392; χαλκέοισικάδοις, χαλκέοις δρεπάνοις, S.l.c.; in Trag. mostly contr., χαλκοῖς βάθροισι Id.OC1591; χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος Id.El. 711; χαλκῆς ἐκ δέλτου Id.Tr.683.    b of statues, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδέων, a bronze statue of... Hdt.9.81; χ. ταῦρος Pi.P.1.95; ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ D.19.272; ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν Id.13.21; ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33; στήλη ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς And.1.38; cf. χαλκῆ.    c χ. ἀγών a contest for a shield of brass, Pi.N.10.22.    2 metaph., brazen, i. e. hard, stout, strong, χάλκεος Ἄρης Il.5.704, etc. (unless wearing brazen armour, cf. χάλκεοι ἄνδρες Orac. ap. Hdt.2.152); Χαλκοῦς, nickname of Aristomedes, Din. ap. Did.in D.9.57, Philem.1.2 D., Plu.Dem.11; χ. στονόεντ' ὅμαδον Pi.I.8(7).27; χ. αὐδά Id.Pae.2.100; χάλκεον ἦτορ a heart of brass, Il.2.490; ὄπα χ. 18.222; χ. ὕπνος, i. e. the sleep of death, 11.241; χαλκέοισι νώτοις, of Atlas, E.Ion1.    3 χαλκῆ μυῖα, a boy's game, a sort of blind-man's-buff, Herod.9a, Poll.9.123.    II as Subst., v. [[χαλκοῦς. [χάλκεοι]] is disyll. in Hes. Op.150.]

German (Pape)

[Seite 1329] auch 2 Endungen, Il. 18, 222 (sonst fem. χαλκείη), u. Folgde, att. zsgzgn χαλκοῦς, ῆ, οῦν, obwohl die Att. auch χάλκεος brauchten, s. Lob. Phryn. 207, – 1) ehern, von Erz od. Kupfer gemacht; oft bei Hom.: οὐδός Il. 8, 15, κέραμος 5, 387, δόμος 18, 371, τεῖχος Od. 10, 4; oft von Waffen, wie θώρηξ Il. 13, 398, χιτών 13, 440, πέλεκυς Od. 5, 235, ἔγχος Il. 3, 317 u. oft, σάκος 7, 220 u. sonst, ξίφος 3, 335. 16, 136; ἄξων 13, 30; οὐρανός 17, 425, wie Pind. P. 10, 27, im eigtl. Sinne (?), von Erz gemacht, wie das Himmelsgewölbe gedacht wurde; auch Ἄρης heißt so, von seiner Waffenrüstung, Il. 5, 704, wie Pind. Ol. 11, 15 I. 3, 33, der auch ἔγχος, λόγχα u. ä. so bezeichnet; dagegen χάλκεος Ζεύς, Ποσειδῶν, sind eherne Standbilder des Zeus u. des Poseidon bei Her. 9, 81; χάλκεον ἱστάναι τινά, Einen in Erz aufstellen, ihm eine eherne Bildsäule setzen, s. Wolf Dem. Lpt. 339; ἀνδριάντα χαλκοῦν ἐργάσασθαι Plat. Eryx. 402 a. – Von ehernen Gefäßen, wie λέβης, Aesch. Ch. 675 Soph. Tr. 553 u. sonst. – 2) übertr., wie von Erz, fest, stark, hart, wie man wohl χάλκεοι ἄνδρες im Orak. bei Her. erklärt, obwohl dies, wie Ἄρης, auch auf die Rüstung bezogen werden kann; ἦτορ, ein ehernes, jeder Ermattung Trotz bietendes Herz, Il. 2, 490; ὄψ, eine eherne, stark tönende Stimme, 18, 222; dah. χάλκεον ὀξὺ βοᾶν Hes. Sc. 243; ὕπνος, der festeste, der Todesschlaf, Il. 11, 241; ὅμαδος Pind. I. 7, 25. – [Χάλκεος ist Hes. O. 149 zweisylbig gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

χάλκεος: έα, Ἰον. -έη (παρ’ Ὁμ. ἀεὶ είη), εον· καὶ εος, εον, Ἰλ. Σ. 222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, ἔνθα ὁ Ζηνόδ. χαλκέην, ὡς δισύλλ.), Ἡρόδ. καὶ ἐνίοτε παρὰ Τραγ.· ἀλλ’ ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι χαλκοῦς, ῆ, οῦν (οὐχὶ χάλκους, πρβλ. σιδήρεος)· Ἐπικ. ὡσαύτως χάλκειος, χαλκήιος ἴδε ἐν λ. χάλκειος· (χαλκός). Ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου πεποιημένος, Λατ. aeneus, aheneus, οὐδός, δόμος, τεῖχος Ἰλ. Θ. 15, Σ. 371, Ὀδ. Κ. 4. κλπ., πρβλ. οὐρανός· οὕτω, χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Αἰσχίνης 65. 33 ― μάλιστα ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, ἔγχος, ξίφος Ἰλ. Γ. 317, 335· σάκος Η. 220· θώρηξ, χιτὼν Ν. 398, 440· ἔντεα Σ. 131 κλπ.· ἐπὶ παντοίων χαλκῶν ὀργάνων ἢ σκευῶν, κλπ., χ. κληὶς Ὀδ. Φ. 6· ἄξων Ἰλ. Ν. 30· κύκλα Ε. 723· οὕτω παρὰ τραγ., λέβητος χαλκέου Αἰσχύλ. Χο. 686, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 392· χαλκέοισι κάδοις, καὶ χαλκέοις δρεπάνοις, ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Σοφ. Ἀποσπ. 479· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνῃρ., χαλκοῖς βάθροισι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1591· χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 711· χαλκῆς ἐκ δέλτου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 684· χαλκοῖς ὅπλοις Εὐρ. Φοίν. 1359· καὶ οὕτως ἀείποτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις. β) ἐπὶ ἀγαλμάτων ἐκ χαλκοῦ, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδῶν Ἡρόδ. 9. 81· χ. ταῦρος Πινδ. Π. 1. 185· ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ Δημ. 428. 15· ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς Ἀνδοκ. 6. 16· χάλκεον ἱστάναι τινὰ (ἴδε ἐν λ. ἵστημι ΙΙΙ. 1, ἀνίστημι Ι. 4)· ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· στήλη ἐφ’ ἧς ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς Ἀνδοκ. 6. 15· πρβλ. χαλκῆ γ) χ. ἀγών, καθ’ ὃν ὡς βραβεῖον ἐτίθετο ἀσπὶς ἐκ χαλκοῦ, Πινδ. Ν. 10. 40. 2) μεταφ., χάλκινος, δηλ. σκληρός, ἰσχυρός, κρατερός, χάλκεος Ἄρης Ἰλ. Ε. 704, κλπ., ἂν μὴ νοήσωμεν αὐτὸ μᾶλλον περὶ τοῦ ἐκ χαλκοῦ ὁπλισμοῦ αὐτοῦ (πρβλ. χαλκάρματος, χάλκασπις), ὅπερ βεβαίως δηλοῖ ἡ λέξις ἐν τῷ χάλκεοι ἄνδρες Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 2. 152· οὕτω, στονόεντ’ ὅμαδον Πινδ. Ι. 8 (7). 55· ― ἀλλ’ ἡ μεταφορικὴ σημασία εἶναι βεβαία ἐν τῷ χάλκεον ἦτορ, Ἰλ. Β. 490· ὄψ χ. Σ. 222· οὕτω, χάλκεον, ὀξὺ βοᾶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 243· χ. ὕπνος, δηλ. ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου, παρὰ Οὐεργιλίῳ ferreus somnus, Ἰλ. Λ. 241· χαλκέοισι νώτοις, ἐπὶ τοῦ Ἄτλαντος, Εὐρ. Ἴων 1. 3) χαλκῆ μυῖα, παιδιὰ παιδίων, εἶδος «τυφλομυίγας», «ἡ δὲ χαλκῆ μυῖα, ταινίᾳ τὼ ὀφαλμώ περισφίγξαντος ἑνὸς παιδός, ὁ μὲν περιστρέφεται κηρύττων “χαλκῆν μυῖαν θηράσω”, οἱ δὲ ἀποκρινάμενοι “θηράσεις, ἀλλ’ οὐ λήψει” σκύτεσι βυβλίνοις αὐτὸν παίουσιν, ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται» Πολυδ. Θ΄, 122. ΙΙ) ὡς οὐσιαστ. ἴδε ἐν λ. χαλκοῦς. [Τὸ χάλκειοι κεῖται ὡς δισύλλαβον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 149· ἐκδόται δέ τινες γράφουσι χαλκέοις κλπ. παρὰ Τραγ., ἔνθα ἕτεροι χαλκοῖς, ἴδε Δινδ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1359].

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
d’ord. contr. en prose att. χαλκοῦς, ῆ ou οῦς, οῦν :
d’airain :
I. fait d’airain : χάλκεον ἱστάναι τινα DÉM ou ἀνιστάναι τινά LUC litt. dresser qqn en airain, càd élever à qqn une statue d’airain ; particul.χαλκοῦς chalque, monnaie att. valant ⅛ d’obole ; fig. ferme, fort :
1 en parl. de son ὂψ χαλκέη IL voix d’airain, càd forte, retentissante;
2 en parl. de la solidité τεῖχος χάλκεον OD mur d’airain ; ἄνδρες HDT hommes ou guerriers d’airain, portant des armures d’airain ; χάλκεον ἦτορ IL cœur d’airain, càd ferme;
II. couvert d’une armure d’airain ; en gén. garni d’airain (cercle, bouclier, etc.);
III. provenant de l’airain : χάλκεα αὐγή IL éclat de l’airain.
Étymologie: χαλκός.

English (Autenrieth)

and χάλκειος: of copper or bronze, brazen; fig., ὄψ, ἦτορ, ὕπνος (of death), Il. 11.241.

English (Slater)

χάλκεος (-εος, -έῳ, -εον, -εοι, -έοις; -εας, -έᾳ, -έαις; -εον acc., -έοις, -έοισι.)
   1 of bronze “πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” (O. 1.76) χαλκέοισι δ ἐν ἔντεσι (O. 4.22) τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν (P. 1.95) χαλκέαις δ' ὁπλαῖς (P. 4.226) ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε (P. 9.20) χαλκέοις σὺν ὅπλοις (N. 1.51) χαλκέοις ὅπλοισιν (N. 9.22) ἐν χαλκέοις ὅπλοις (N. 10.14) χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ (N. 10.60) χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (i. e. of bronze weapons and armour) (I. 8.25) χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) (Pae. 8.68) of heaven (cf. χαλκόπεδος), ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (P. 10.27) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.3) of Ares, cf. (I. 8.25), χάλκεος Ἄρης (O. 10.15) χαλ- κέῳ τ' Ἄρει ἅδον (I. 4.15) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos, in honour of Hera, where the prize was a bronze shield, cf. (O. 7.83) ) (N. 10.22) παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (i. e. ringing like bronze) (Pae. 2.100) frag. ]υ πόλιν χαλκεᾳ[ (Pae. 14.26)

Spanish

de bronce

English (Strong)

from χαλκός; coppery: brass.

English (Thayer)

χαλκεα, χαλκεον, contracted χαλκοῦς, χαλκῆ, χαλκοῦν (χαλκός), from Homer down, brazen (A. V. of brass): Revelation 9:20.

Greek Monolingual

-έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, Α
βλ. χαλκοῦς.

Greek Monotonic

χάλκεος: -έα, Ιων. -έη, -εον, επίσης χάλκειος, -ον, Δωρ. χάλκιος, Αττ. χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν (χαλκόςI. 1. α) αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό ή ορείχαλκο, χάλκινος, Λατ. aeneus, aheneus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χάλκεος Ζεύς, χάλκινο άγαλμα του Δία, σε Ηρόδ.· ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ, σε Δημ.· χάλκεον ἱστάναι τινά (βλ. ἵστημι Α. III)· β) χάλκεος ἀγών, αγώνας για έπαθλο από χαλκό, σε Πίνδ.
2. μεταφ., χάλκινος, δηλ. σκληρός, δυνατός, χάλκεον ἦτορ, καρδιά από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. αὐδά, σε Πίνδ.
II. ως ουσ., βλ. χαλκοῦς.

Russian (Dvoretsky)

χάλκεος: стяж. χαλκοῦς 3, редко
1) медный, сделанный из меди или из бронзы (ἔγχος, θώρηξ, κληΐς Hom.; λέβης Aesch., Eur.; σάλπιγξ Soph.; ἀνδριάς Plat.; νόμισμα Polyb.): χ. Ζεύς Her. медная статуя Зевса; χάλκεόν τινα ἱστάναι Dem., Plut., Luc. или ἀνιστάναι Luc. воздвигнуть кому-л. статую из меди; ἄξιος δὲ σταθῆναι χαλκοῦς, οὐκ ἄξιος ὢν χαλκοῦ ирон. ap. Arst. считающий себя достойным медного памятника, но не стоящий и медного гроша;
2) ведущийся из-за медного щита: χ. ἀγών Pind. состязание за медный щит (служивший наградой победителю);
3) крепкий как медь (τεῖχος Hom., Aeschin.; ἦτορ Hom.): κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Hom. он заснул «свинцовым» (непробудным) сном; χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων Eur. (Атлант), с усилием поддерживающий небо на железных плечах; ὄψ χάλκεος Hom. зычный, как медь, голос; χαλκοῦν γένος Plat. и χάλκεος γενεή Anth. медный (бронзовый) век;
4) одетый в медь, в медных доспехах (ἄνδρες Her.).

Middle Liddell

χαλκός
I. of copper or bronze, brasen, Lat. aeneus, aheneus, Hom., etc.; χ. Ζεύς a bronze statue of Zeus, Hdt.; ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ Dem.; χάλκεον ἱστάναι τινά (v. ἵστημι A. III).
b. χ. ἀγών a contest for a shield of brass, Pind.
2. metaph. brasen, i. e. stout, strong, χάλκεον ἦτορ, a heart of brass, Il.; ὂψ χ. Il.; χ. ὕπνος, i. e. the sleep of death, Virg. ferreus somnus, Il.
II. as Subst., v. χαλκοῦς.

Chinese

原文音譯:c£lkeoj 哈而咳哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:銅
字義溯源:銅的;源自(χαλκός)*=銅)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 銅的(1) 啓9:20