ἐφεστρίς
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ίοος, ἡ, (ἐφέννυμι)
A upper garment, wrapper, X.Smp.4.38; a philosopher's mantle, Ath.3.98a; soldier's cloak, Plu.Luc.28; πᾶσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐ. χρώμενοι Hdn.4.2.3, cf. 7.11.2,3; also a woman's robe, AP9.153 (Agath.), etc. 2 χλαμὺς ἐ. Ath.5.215c. II coverlet, Poll.6.10, 10.42, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1115] ίδος, ἡ (ἕννυμι), ein Kleid zum Ueberziehen, Oberkleid, sowohl der Männer, Plut. Lucull. 28 Ath. III, 98 a Hdn. 4, 2, 5, als der Frauen, Hel.; πάγχρυσος Agath. 61 (IX, 153); Xen. Conv. 4, 38 vergleicht die ὄροφοι im Hause damit. – Bei Sp. auch die Pferdedecke, der Sattel. Vgl. Piers. zu Moeris p. 139 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ, (ἐφέννυμι) ἐπανωφόριον, ἱμάτιον, μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν τριβώνιον, Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ χλαμύς, Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· ὡσαύτως, γυναικεία ἐσθής, Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, Πολυδ. Ζ΄, 61.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 vêtement de dessus;
2 sorte de casaque.
Étymologie: ἐπί, ἕννυμι.
Greek Monolingual
ἐφεστρίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) εφέννυμι
επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.)
μσν.
σέλα
αρχ.
1. χιτώνας φιλοσόφου
2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.)
3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐφεστρίσι χρώμενοι», Ηρωδιαν.)
4. γυναικείο φόρεμα
5. (και ως επίθ.) «χλαμὺς ἐφεστρίς»
6. κάλυμμα, σκέπασμα
7. (κατά τον Ζων.) «ἐφεστρίδες
αἱ ἄγαμοι παρθένοι».
Greek Monotonic
ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ (ἐφέννυμι), πανωφόρι, μανδύας, σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεστρίς: ίδος ἡ эфестрида (род верхней одежды) Xen., Plut., Anth.
Middle Liddell
ἐφεστρίς, ίδος ἐφέννυμι
an upper garment, wrapper, Xen., Plut.