λαρνακόγυιος

Revision as of 09:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, epith. of Pan, apptly. from a pun on χηλή,

   A hoof, and χηλός, = λάρναξ, Theoc.Syrinx16.

German (Pape)

[Seite 16] heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.

Greek (Liddell-Scott)

λαρνᾰκόγυιος: -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = λάρναξ, Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, ἐπεὶ χηλόπους ἐστί· λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.

Greek Monolingual

λαρνακόγυιος, -ον (Α)
(το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος
προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος του σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό-γυιος, καμπεσί-γυιος].

Russian (Dvoretsky)

λαρνᾰκόγυιος: с ногами как у сундука, т. е. кривоногий (Πάν Anth.).