παράγειος

From LSJ
Revision as of 11:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγειος Medium diacritics: παράγειος Low diacritics: παράγειος Capitals: ΠΑΡΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: parágeios Transliteration B: parageios Transliteration C: parageios Beta Code: para/geios

English (LSJ)

ον, (γῆ)

   A haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.

German (Pape)

[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπό-γειος].

Russian (Dvoretsky)

παράγειος: прибрежный, держащийся берега (ζῷα Arst.).