ψυκτήρ

From LSJ
Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυκτήρ Medium diacritics: ψυκτήρ Low diacritics: ψυκτήρ Capitals: ΨΥΚΤΗΡ
Transliteration A: psyktḗr Transliteration B: psyktēr Transliteration C: psyktir Beta Code: yukth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A wine-cooler, E.Fr.726, Pl.Smp.213e, IG22.1638.62, al., Stratt.59 (anap.), IG7.3498.29 (Orop.), Callix.2, J.AJ11.1.3, App. Mith.115, Ath.11.502c; ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος OGI214.56 (Branchidae, iii B. C.); ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Men.510, cf. Antiph.114, Alex.9.12; ψυκτῆρες γάλακτος Philostr.Im.1.31, cf. Poll.10.74.    II ψυκτῆρες, οἱ, cool shady places for recreation, Nic.Thyat. ap. Ath.11.503c (ψυκτήρια Casaubon).    III ψυκτῆρες, = ταρσοί, Sch.Od.9.219.

German (Pape)

[Seite 1402] ῆρος, ὁ, das Kühlgefäß, ein großes, wahrscheinlich mit Wasser gefülltes Gefäß, das man bei Gastmählern auf einem Dreifuße auf die Tafel stellte, um den Wein darin kühl zu halten; com. bei Ath. XI, 502 c; vgl. Plat. Conv. 213 e; Plut. Alex. 72; auch γάλακτος, Philostr. imagg. 1, 31. – Οἱ ψυκτῆρες, schattige, kühle Orte zur Erquickung, s. Ruhnk. ad. Tim. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ψυκτήρ: ῆρος, ὁ, σκεῦος ἐν ᾧ τὸν οἶνον ἔψυχον, τὸ κοινῶς λεγόμενον κρυωτήριον, ἀγγεῖον χωροῦν μετρητὰς 2 μέχρι 6 (Καλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D), ἐτίθετο δὲ ἐπὶ τρίποδος ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ ἐνίοτε ἐξ αὐτοῦ τούτου ἔπινον, Εὐρ. Ἀποσπ. 726, Πλάτ. Συμπ. 213Ε, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 3, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 502C, κἑξ.· ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57· μάλιστα ἐπὶ ἀνδρὸς φιλοπότου, ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Μένανδρος ἐν «Χαλκείοις» 2, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Καρίνῃ» 1, Ἄλεξιν ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 12· - ὡσαύτως, ψυκτῆρες γάλακτος Φιλόστρ. 809· πρβλ. ψυγεύς, καὶ ἴδε Ruhnck Τίμ. ἐν λ. Hemet Πολυδ. Γ. 74. ΙΙ. ψυκτῆρες, οἱ, «ἀλσώδεις καὶ σύσκιοι τόποι, ἐν οἶς ἔστιν ἀναψῦξαι» Νίκανδρος Θυατειρινός παρ’ Ἀθην. 503C, ἔνθα: ψυκτήρια.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vase pour rafraîchir.
Étymologie: ψύχω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ψυκτήρας.

Greek Monotonic

ψυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ψύχω), ψύκτης κρασιού, αγγείο που χωρούσε από 2 έως 6 μετρητάς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ψυκτήρ: ῆρος ὁ сосуд (для охлаждения вина), чаша Eur., Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυκτήρ -ῆρος, ὁ [ψύχω] psykter, wijnkoeler.

Middle Liddell

ψυκτήρ, ῆρος, ὁ, ψύχω
a wine-cooler, a vessel holding from 2 to 6 μετρηταί, Plat.