ἐννήυσκλοι

From LSJ
Revision as of 15:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννήυσκλοι Medium diacritics: ἐννήυσκλοι Low diacritics: εννήυσκλοι Capitals: ΕΝΝΗΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: ennḗyskloi Transliteration B: ennēuskloi Transliteration C: enniyskloi Beta Code: e)nnh/uskloi

English (LSJ)

ὑποδήματα Αακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.

Greek Monolingual

ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].