ἐπίκλην

From LSJ
Revision as of 16:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκλην Medium diacritics: ἐπίκλην Low diacritics: επίκλην Capitals: ΕΠΙΚΛΗΝ
Transliteration A: epíklēn Transliteration B: epiklēn Transliteration C: epiklin Beta Code: e)pi/klhn

English (LSJ)

Adv.

   A by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ καλούμενος Id.Ti.58d; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after . ., Id.Phlb.48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7 (iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16.    2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.

German (Pape)

[Seite 949] adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 (App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος θεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκλην: Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν τοὔνομα, ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα ἐπίκλην γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος ἐπίκλην λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ ὄνομα, ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = ἐπίκλησις (ὃ ἴδε), καὶ ἐπίκλην ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· ἐπωνυμία».

French (Bailly abrégé)

adv.
par surnom.
Étymologie: ἐπικαλέω.

Greek Monotonic

ἐπίκλην: επίρρ. (ἐπικαλέω), κατ' επίκληση, κατ' επωνυμία, ονομαστικά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκλην: adv. καλέω по имени (Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐ. Luc.): ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. быть названным, именоваться.

Middle Liddell

ἐπικαλέω
by surname, by name, Plat.