Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό; see misfortune.