βοηθητέον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.
Spanish (DGE)
hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.
Greek Monotonic
βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηθητέον, adj. verb. van βοηθέω, er moet hulp verleend worden.