βορβόρωσις

From LSJ
Revision as of 14:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβόρωσις Medium diacritics: βορβόρωσις Low diacritics: βορβόρωσις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΩΣΙΣ
Transliteration A: borbórōsis Transliteration B: borborōsis Transliteration C: vorvorosis Beta Code: borbo/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.

Greek (Liddell-Scott)

βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ medic. borborigmo Archig. en Aët.9.40.

Greek Monolingual

βορβόρωσις, η (AM)
μσν.
το βρόμισμα με βόρβορο
αρχ.
ο βορβορυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).