δεινωτικός
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
ή, όν, Rhet., A pertaining to δείνωσις 1, ὗλαι Corn.Rh.p.394H.
German (Pape)
[Seite 539] zum Uebertreiben geneigt, Sp.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ret. relativo a la exageración o vehemencia Δημοσθένης ... τὰς δεινωτικὰς ὕλας παρέσπειρεν ἑκάστῳ κεφαλαίῳ Demóstenes diseminaba los motivos vehementes por cada capítulo Corn.Rh.236.
Greek Monolingual
δεινωτικός, -ή, -όν (Α) δείνωσις
αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα.