διατανύω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A = διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας A.R.4.601.
Greek (Liddell-Scott)
διατανύω: διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601.
Spanish (DGE)
(διατᾰνύω) 1 extender totalmente (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.
2 en v. med. estirarse μετὰ χάσμης Sch.Luc.Lex.21.