δυσαντίλεκτος

From LSJ
Revision as of 19:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντίλεκτος Medium diacritics: δυσαντίλεκτος Low diacritics: δυσαντίλεκτος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dysantílektos Transliteration B: dysantilektos Transliteration C: dysantilektos Beta Code: dusanti/lektos

English (LSJ)

ον,    A hard to gainsay, D.H.5.18: metaph., ἐπιθυμία J.AJ18.9.5.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu widerlegen; τεκμήριον, μαρτυρία, Dion. Hal. 5, 18. 7, 70; ἐπιθυμία, schwer zu widerstehen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντίλεκτος: -ον, δυσκόλως ἀναιρούμενος, ἀνασκευαζόμενος τεκμήριον, μαρτυρία Διον. Ἁλ. 5. 18, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contradecir τεκμήριον D.H.5.18, cf. 7.70, ἐπιθυμία I.AI 18.343.

Greek Monolingual

δυσαντίλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται
2. εκείνος με τον οποίο δύσκολα διαφωνεί κανείς.