δυσφόρητος

From LSJ
Revision as of 19:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον,    A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.

Greek Monolingual

δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσφόρητος: невыносимый (σάρξ Eur. - v. l. διαφόρητος).

Middle Liddell

δυσφόρητος, ον [from δυσφορέω
hard to bear, Eur.