εὐστροφάλιγξ

From LSJ
Revision as of 20:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφάλιγξ Medium diacritics: εὐστροφάλιγξ Low diacritics: ευστροφάλιγξ Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: eustrophálinx Transliteration B: eustrophalinx Transliteration C: efstrofaligks Beta Code: eu)strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,    A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.

Greek Monolingual

εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].

Greek Monotonic

εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).

Middle Liddell

curly, of hair, Anth.