θερείβοτος

From LSJ
Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερείβοτος Medium diacritics: θερείβοτος Low diacritics: θερείβοτος Capitals: ΘΕΡΕΙΒΟΤΟΣ
Transliteration A: thereíbotos Transliteration B: thereibotos Transliteration C: thereivotos Beta Code: qerei/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω)    A serving for a summer-pasture, Eust.222.20.

German (Pape)

[Seite 1200] Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θερείβοτος: -ον, (βόσκω) χρησιμεύων κατὰ τὸ θέρος εἰς βοσκήν, ἔχων κατὰ τὸ θέρος βοσκήν, Εὐστ. 222. 20.

Greek Monolingual

θερείβοτος, -ον (Μ)
(για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, βού-βοτος].