θρονιστής
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A enthroner, POxy.1380.251 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ, der auf den Thron Setzende, Synes. ep. 67.
Greek (Liddell-Scott)
θρονιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐνθρονίζων, Συνέσ. Ἐπιστ. 67.
Greek Monolingual
θρονιστής, ὁ (Α) θρονίζω
αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο.