Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Full diacritics: κρουνίτης | Medium diacritics: κρουνίτης | Low diacritics: κρουνίτης | Capitals: ΚΡΟΥΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: krounítēs | Transliteration B: krounitēs | Transliteration C: krounitis | Beta Code: krouni/ths |
[ῑ], ου, ὁ, fem. κρουνῖτις, ιδος, A of springs, Νύμφαι Orph.H.51.10.
κρουνίτης: -ου, θηλ. -ῖτις, -ιδος, = κρουναῖος, Ὀρφ. Ἀργ. 50. 9.
κρουνίτης, θηλ. -ῑτις, -ίτιδος (Α) κρουνός
κρουναίος.