κρουνισμός
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ὁ, A gushing out of water, Aq. 2 Ki.5.8. II Medic., douche, Aët.5.119, Paul.Aeg.2.52.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, der Sprudel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνισμός: -οῦ, ὁ, ἐξόρμησις τοῦ ὕδατος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
κρουνισμός, ὁ (AM) κρουνίζω
αναπήδηση του νερού
μσν.
καταιωνισμός, ντους.