κόψιχος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ὁ, A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος 11, Orib.inc.13.25.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.
Greek Monolingual
κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].
Greek Monotonic
κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.
Frisk Etymological English
Meaning: `blackbird
See also: s. κόσσυφος.
Middle Liddell
κόψῐχος, ὁ,
a blackbird, Ar.
Frisk Etymology German
κόψιχος: {kópsikhos}
Grammar: m.
Meaning: Amsel
See also: s. κόσσυφος.
Page 1,938